- βέλλαι
- βέλλαι· ῥαφίδες θαλάσσιαι, Hsch. [full] βέλλιον· ἀτυχές (Cret.), Id. [full] βέλλιρ· τρυφάλεια ([dialect] Lacon.), Id. [full] βέλλομαι,A v. βούλομαι. [full] βελλούνης· τριόρχης, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.